κέχυμαι

κέχυμαι
κέχυμαι: see χέω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέχυμαι — χέω diffuse completely perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχυμένος — κεχυμένος, η, ον (Α) βλ. χέω. επίρρ... κεχυμένως (Α) άφθονα, αφειδώς («πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλαντίῳ κεχυμένως», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παθ. παρακμ. κέχυμαι τού χέω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”